- πολυέψητος
- πολυ-έψητος, ον,A much or well boiled, Sch.Nic. Al.130 (Stud.Ilal.12.340).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολυέψητος — ον, Α καλοψημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἑψητός, ρηματ. επίθ. τού ἕψω (πρβλ. ευ έψητος)] … Dictionary of Greek
πολυέψητον — πολυέψητος much masc/fem acc sg πολυέψητος much neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύεφθος — ον, Α πολυέψητος*. [ΕΤΥΜΟΛ. πολυ * + ἑφθός «ψητός», ρηματ, επίθ. τού ἕψω (πρβλ. ημί εφθος)] … Dictionary of Greek